отыгрываться - ορισμός. Τι είναι το отыгрываться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι отыгрываться - ορισμός


отыгрываться      
ОТ'ЫГРЫВАТЬСЯ, отыгрываюсь, отыгрываешься, ·несовер.
1. ·несовер. к отыграться
.
2. страд. к отыгрывать
(см. отыграть
в 1 ·знач. ).
отыгрываться      
несов.
1) Отыгрывать свой проигрыш.
2) перен. разг. Искусно выходить из затруднительного положения, избавляться, отделываться от кого-л., чего-л.
3) разг. Вознаграждать себя за какие-л. лишения, утраты, возмещать, восполнять их чем-л.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отыгрываться
1. Игроки "Ротора" побежали отыгрываться и заработали пенальти.
2. Причем в обоих матчах канадцам приходилось отыгрываться.
3. Поверьте, отыгрываться после этого психологически очень сложно.
4. - "Дьяволам" удавалось сегодня отыгрываться три раза.
5. Вчера вообще пришлось всю вторую партию отыгрываться.
Τι είναι отыгрываться - ορισμός